- τετράκλωνος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + κλῶνος (πρβλ. μονό-κλωνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετράκλωνος — η, ο αυτός που αποτελείται από τέσσερις κλωστές μαζί στριμμένες, τετράκλωστος: Τετράκλωνη κλωστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek